- σεβνταλής
- ο , σεβνταλού η влюбчивый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεβνταλής — ο, θηλ. σεβνταλού, Ν 1. αυτός που έχει σεβντά, ερωτοχτυπημένος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβντάς + κατάλ. λής (πρβλ. θεριακ λής, μερακ λής)] … Dictionary of Greek
σεβνταλής — ο ερωτιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεβνταλίδικος — η, ο, Ν [σεβνταλής] αυτός που ταιριάζει σε σεβνταλή, παθιάρικος («σεβνταλίδικα τραγούδια»] … Dictionary of Greek